κατασωτεύομαι

κατασωτεύομαι
κατασωτεύομαι (AM)
(αποθ.) δαπανώ, σπαταλώ κάνοντας άσωτη και ακόλαστη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀσωτεύομαι «διάγω άσωτο βίο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασωτεύομαι — squander on profligate living pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασωτευσαμένους — κατασωτεύομαι squander on profligate living aor part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασωτευσάμενα — κατασωτεύομαι squander on profligate living aor part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασωτευόμενος — κατασωτεύομαι squander on profligate living pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασώτευση — η κατασπατάληση, διασπάθιση, εξανέμιση τής περιουσίας σε ασωτείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασωτεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κατασώτευσις, μαρτυρείται από το 1898] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”